- ἀπόκινος
- ἀπόκῑνος , ἀπόκινοςcomic dancemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόκινος — ἀπόκινος, ο (Α) είδος άσεμνου χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο κινώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… … Dictionary of Greek
ἀπόκινον — ἀπόκῑνον , ἀπόκινος comic dance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)